- σκέμματος
- σκέμμαsubject for speculationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκέμμα — ατος, τὸ, ΜΑ 1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.) 2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.) αρχ. 1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν… … Dictionary of Greek